- επαφαυαινομαι
- ἐπαφαυαίνομαιἐπ-αφαυαίνομαιзасыхать, сохнуть
ἐπαφαυάνθην γελῶν Arph. — я (чуть не) умер со смеху
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπαφαυάνθην γελῶν Arph. — я (чуть не) умер со смеху
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επαφαυαίνομαι — ἐπαφαυαίνομαι (Α) καταξηραίνομαι, στεγνώνω («ὥστε γ ἐπαφαυάνθην Παναθηναίοισι γελῶν» ξεράθηκα στα γέλια, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφαυαίνομαι (παράλληλος τ. τού αφαύω) «ξηραίνομαι»] … Dictionary of Greek
ἐπαφαυάνθην — ἐπαφαυαίνομαι aor ind pass 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἐπαφαυαίνομαι aor ind pass 1st sg (attic doric) ἐπαφαυαίνομαι aor ind pass 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἐπαφαυαίνομαι aor ind pass 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)